λεκανοσκοπίη

λεκανοσκοπίη
λεκανοσκοπία
the inspecting of a dish
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεκανοσκοπία — η (Α λεκανοσκοπία, επικ. τ. λεκανοσκοπίη) η λεκανομαντ(ε)ία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεκανοσκόπος < λεκάνη + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ηπατο σκοπία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”